Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης - Η ελευθερία της λατρείας

Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να διακριθεί στα ακόλουθα επιμέρους δικαιώματα: α) την ελευθερία του ατόμου να έχει οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη επιθυμεί ή να μην έχει καμία πίστη, β) το δικαίωμα του ατόμου να εκφράζει τα θρησκευτικά του πιστεύω ή να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του απόψεις γ) το δικαίωμα της ισότιμης αντιμετώπισης ανεξάρτητα από τη θρησκευτική πίστη, σύμφωνα και με την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα [10,11] .

Πιο αναλυτικά για τις ειδικότερες εκφράσεις του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μπορούν να αναφερθούν τα εξής:

Ως προς το δικαίωμα κάποιου να πρεσβεύει οποιοδήποτε θρήσκευμα επιθυμεί ή να μην έχει καμία θρησκευτική πίστη, το πλαίσιο προστασίας καλύπτει και το δικαίωμα ανεμπόδιστης αλλαγής θρησκευτικών πεποιθήσεων, ακόμη και το δικαίωμα ενστερνισμού θρησκευτικών απόψεων που άλλοι τις θεωρούν αιρετικές, χωρίς αυτό , ωστόσο, να συνεπάγεται νομικές συνέπειες [12].

Ως προς το δικαίωμα του ατόμου να εκφράζει ή όχι τα θρησκευτικά του πιστεύω, αυτό μπορεί να γίνεται, εφόσον βέβαια δεν εκδηλώνεται με τρόπο που συνιστά προσηλυτισμό. Στο πεδίο της προστασίας εμπίπτει το δικαίωμα του ατόμου να διακηρύττει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με κάθε πρόσφορο μέσο ή τρόπο, όπως με γραπτό ή προφορικό λόγο, ως άτομο ή ως μέλος ομάδας, μέσω του έντυπου ή του ηλεκτρονικού τύπου. Ωστόσο, το κράτος μπορεί να θέτει περιορισμούς στην άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος για λόγους δημόσιας τάξης, υπό τον όρο ότι ο περιορισμός δεν είναι ασύμμετρα δυσμενής, ώστε να καταπατείται η αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. εδάφιο δ΄ του Συντάγματος .Δεν υφίσταται, ωστόσο, προστασία ως προς την άρνηση αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, στην περίπτωση που τέτοια δήλωση απαιτείται προκειμένου να επέλθουν έννομες συνέπειες, όπως είναι για παράδειγμα η σύναψη θρησκευτικού γάμου. Βέβαια και εν προκειμένω, η αποκάλυψη αυτή δεν πρέπει να παραβαίνει την αρχή της εμπιστευτικότητας [13] .

Ως προς το δικαίωμα της ισότητας σε σχέση με το θρήσκευμα, ο νομοθέτης «προνοεί» ώστε οι θρησκευτικές απόψεις των πολιτών να μη συνιστούν λόγο άνισης αντιμετώπισης ως προς το πρόσωπό τους εκ μέρους του Κράτους, όσον αφορά «άλλους κοινωνούς του δικαίου» .Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ορίζει το Σύνταγμα στις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1 εδάφιο β’ και 4 παρ. 1, μπορεί να γίνει λόγος για θρησκευτική ισότητα όταν τα μέλη μιας κοινωνίας απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, είτε πρόκειται για ατομικά, πολιτικά, ή άλλης φύσης δικαιώματα, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά τους πιστεύω ή τη συμμετοχή τους σε συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα. Άλλωστε, η αρχή της ισότητας αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες κάθε σύγχρονου δημοκρατικά δομημένου κράτους δικαίου, προτάσσοντας την ισονομία σε κάθε πλευρά και έκφανση της δημόσιας ζωής [14].

Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σχετικά με την υποχρέωση του κράτους για παροχή εκπαίδευσης και μόρφωσης στους Έλληνες πολίτες με στόχο τη διαμόρφωση θρησκευτικής συνείδησης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Συντάγματος η θρησκευτική πίστη και πεποίθηση ενός ατόμου δε μπορεί να αποτελεί εμπόδιο προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του απέναντι στην Πολιτεία. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα του πολίτη να απολαμβάνει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά του πιστεύω.

Η ελευθερία της λατρείας (forum externum)

Όσον αφορά την ελευθερία της λατρείας, αυτή συνιστά σημαντική έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας. Η λατρεία έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη θρησκευτικής συνείδησης που έχει ενταχθεί σε συγκεκριμένη θρησκεία ή δόγμα, έκφραση του οποίου αποτελεί. Η λατρεία είναι εξωτερίκευση του θρησκευτικού πιστεύω και του θρησκευτικού συναισθήματος ή εκπλήρωση των θρησκευτικών υποχρεώσεων με συγκεκριμένες διαδικασίες, οι οποίες συνήθως έχουν τελετουργικό χαρακτήρα [15].

Η τέλεση της λατρείας μπορεί να πραγματοποιείται τόσο ατομικά όσο και ομαδικά, ιδιωτικά ή δημόσια, με εκδηλώσεις και εξωτερικές πράξεις, είτε σε ειδικούς χώρους που είναι αφιερωμένοι στη λατρευτική εκδήλωση προς τα θεία, όπως π.χ. ναοί, συναγωγές, τζαμιά, είτε σε ανοιχτούς χώρους, όπως π.χ. τελετές, περιφορές. Επιπλέον, ένα στοιχείο της λατρείας αποτελεί και το δικαίωμα για οικοδόμηση κτισμάτων που θα εξυπηρετούν την τέλεσή της [16].

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 13 παρ. 2 καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας της θρησκείας και της ακώλυτης άσκησης της λατρείας αυτής, υπό την κάλυψη των νόμων. Ωστόσο, για την προστασία της ελευθερίας της λατρείας και την ανεμπόδιστη άσκησή της, το ίδιο το Σύνταγμα θέτει ορισμένες προϋποθέσεις. Καταρχήν, η θρησκεία θα πρέπει να είναι γνωστή. Στην έννοια της «γνωστής» θρησκείας εμπίπτει κάθε θρησκεία της οποίας οι δοξασίες είναι φανερές, το δόγμα της και η λατρεία της δεν είναι κρυφά, είναι προσιτή σε όλους και δεν υφίσταται καμία μορφή μύησης. Συνάγεται επομένως ότι για να χαρακτηριστεί μια θρησκεία «γνωστή» δεν είναι αναγκαία η παραχώρηση κανενός είδους άδεια, έγκριση ή η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διατύπωση με πανηγυρικό τρόπο [17].

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος προϋποθέτει ότι για την απρόσκοπτη άσκηση της λατρείας αυτή η άσκηση δεν πρέπει να είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Βέβαια, αυτός ο περιορισμός των χρηστών ηθών δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί στα δόγματα κάθε θρησκείας, με το δόγμα της Χριστιανικής Ορθόδοξης θρησκείας να ανάγεται ταυτόχρονα σε κριτήριο των χρηστών ηθών, διότι αυτό πρακτικά θα οδηγούσε στην κατάργηση κάθε έννοιας θρησκευτικής ελευθερίας, καταλήγοντας να γίνει υποχρεωτική η επικρατούσα θρησκεία [18].

Η απαγόρευση του προσηλυτισμού ως μια ακόμη προϋπόθεση που θέτει το Σύνταγμα στο άρθρο 13 παρ. 2 σχετικά με την προστασία της θρησκευτικής λατρείας και την άσκησή της χωρίς εμπόδια, έχει σκοπό να προστατεύσει τη θρησκευτική ελευθερία και συνείδηση του κάθε ατόμου από πράξεις εκείνου που κάνει προσηλυτισμό, οι οποίες είτε την πλήττουν είτε την προσβάλλουν, με τρόπο άμεσο ή έμμεσο[19].

Από άρθρο της Βασιλικής Ζάχου, Δικηγόρος

Πηγές

Guestpost.gr:  

[10] Άρθ. 13 παρ.1 και 2 Συντάγματος

[11] Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2002

[12] Παπαγεωργίου Κ., Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Σειρά Νομικός Λόγος, Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ, Αθήνα 1019

[13] Βλ. ό.π. υπ. 12

[14] Βλ. ό.π. υπ. 12.

[15] Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ Ατομικές Ελευθερίες, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1981

[16] Βλ. ό.π. υπ. 18

[17] Κυπριωτάκη Α., ‘Θρησκευτική ελευθερία: Περιεχόμενο και Κατοχύρωση - Το νομικό πλαίσιο’, https://www.pvlaw.gr/blog/2018-04-06-threskeutike-eleutheria-periechomeno-kai-katochyrose-to-nomiko-plaisio

[18] Βλ. ό.π. υπ. 11

[19] Κυπριωτάκη Α., ‘Θρησκευτική ελευθερία: Περιεχόμενο και Κατοχύρωση - Το νομικό πλαίσιο’, https://www.pvlaw.gr/blog/2018-04-06-threskeutike-eleutheria-periechomeno-kai-katochyrose-to-nomiko-plaisio