Επιστημονική μελέτη της Θρησκείας

Από τις αρχές του 17ου αιώνα, νατουραλιστές φιλόσοφοι προσπαθούνσαν να βρουν εξηγήσεις για την συμπεριφορά του ανθρώπου (θρησκεία, συναισθήματα, ηθική) βασισμένοι επάνω σε φυσιοκεντρικές εξηγήσεις. Για παράδειγμα, ο Φοντενέλ έγραφε το 1724 : «όσο περισσότερη άγνοια έχει κάποιος, ή λιγότερη εμπειρία, τοσο περισσότερο βλέπει θαύματα», ενώ ο Αύγουστος Κομτε το 1841 πίστευε πως οι μύθοι σταδιακα θα δώσουν την θέση τους σε επιστημονικές γνώμες. Το καλύτερο παραδειγμα προσπάθειας να εξηγηθεί νατουραλιστικά η θρησκεία είναι το έργο του Ντεϊβιντ Χιούμ «Φυσική Ιστορία της Θρησκείας» (Natural History of Religion) οπου ανιχνεύει τις απαρχές του πολυθεϊσμού στην άγνοια για τις φυσικές αιτιές μαζί με τον φόβo. Ο Χιουμ έβλεπε την θρησκεία σαν ένα πολιτιστικό και κοινονικοπολιτικο φαινόμενο της ανθρωπότητας (νατουραλιστική προσέγγιση της θρησκείας). Έκτοτε, οι επιστήμονες από διάφορα αναδυόμενα πεδία προσπάθησαν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας τους δίνοντας μια ενοποιητική για τις θρησκείες εξήγηση.

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, το 1927 ερμήνευε την θρησκεία ως ψευδαίσθηση που οφείλεται σε δυο παράγοντες: την παλιμπαιδίστικη ανάγκη για πατρικη φιγούρα και την τεράστια μοναξιά που νοιώθει κάποιος ο οποίος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με τον κόσμο. Κοινωνιολόγοι, οικονομικοί στοχαστές και θεμελιωτές του κλάδου της Κοινωνιολογίας της θρησκείας, όπως ο Καρλ Μαρξ, ο Μαξ Βέμπερ και ο Εμιλ Ντυρκαιμ, έδωσαν κοσμικές εξηγήσεις για το φαινόμενο της Θρησκείας την ίδια περίοδο.

Συγκεκριμένα, για τον Μαρξ η θρησκεία είναι ένα ακόμη κοινωνικό φαινόμενο και όχι μια ιδιότητα που έχει εμφυτευτεί στον Άνθρωπο από κάποια ανώτερη δύναμη. Δεν είναι ένστικτο, είναι δημιούργημα και όχι δημιουργός του Ανθρώπου. Το αντίθετο θα σήμαινε λογικά ότι η θρησκεία θα παρέμενε ανεπηρέαστη από τις κοινωνικές μεταβολές, ενώ διαπιστώνουμε ότι η ίδια προσαρμόζεται στις εξελίξεις, έστω και με πολύ αργούς ρυθμούς. Πράγματι, οι θρησκείες υφίστανται με την πάροδο του χρόνου μεταβολές, τροποποιήσεις και διασπάσεις, τόσες και τέτοιες, ώστε εκτός από το όνομα, να μη διατηρούν σχεδόν τίποτα από το αρχικό τους περιεχόμενο. Μάλιστα για τον Μάρξ η θρησκεία είναι κίνδυνος ο οποίος, σύμφωνα με τον Μαρξ, ενυπάρχει εγγενώς στη θρησκεία έγκειται στο ότι ο Άνθρωπος αρκείται στην ανακούφιση που του δίνει αυτή και δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα αίτια της δυστυχίας του. Ακόμη χειρότερα, δεν επιχειρεί να τα εντοπίσει.

Κατα τον Ντυρκάϊμ που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της θρησκείας, η θρησκεία συνδέεται άμεσα με την φύση των κοινωνικών θεσμών. Κατα συνέπεια, η θρησκεία δεν αποτελεί ένα συνοθίλευμα πεποιθήσεων αλλα μια αίσθηση ομαδικής αλληλεγγύης. Όπως παρατηρεί ο Ντυρκάϊμ(Durkheim), δεν υπάρχει θρησκεία που να μην περιλαμβάνει τελετουργικά και ιεροτελεστίες. Απο αυτήν την διαπίστωση, εισάγεται το συμπέρασμα πως στην πραγματικότητα, μέσω της θρησκείας το άτομο αναπτύσσει μέσα του το αίσθημα της συλλογικότητας ,του ανήκειν. Επιπροσθέτως, ο Durkheim διαπιστώνει πως η θρησκεία διαμορφώνει τον τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς του ανθρώπου καθώς δεν πρόκειται απλώς και μόνο για συμμετοχή σε δραστηριότητες αλλα κάτι πολύ παραπάνω. Έτσι, ακόμα και η αίσθηση του χρόνου και του χώρου διαπερνάται μέσα απο θρησκευτικούς όρους καθώς στην πραγματικότητα η έννοια του χρόνου προέρχεται αρχικά απο την μέτρηση των διαστημάτων που μεσολαβούν μεταξύ των θρησκευτικών ιεροτελεστιών10 . Για το μέλλον της θρησκείας αμφιβάλλει και ο ίδιος, όπως και ο Marx. ο Durkheim ανησυχεί για το μέλλον της θρησκείας καθώς πιστεύει πως αυτή θα αντικατασταθεί από την επιστημονική σκέψη και οι διάφορες θρησκευτικές τελετουργίες θα χάσουν την ισχύ τους μέσα στην κοινωνία.

Σύμφωνα με τον Μάξ Βέμπερ, η προσοχή μας θα επικεντρωθεί στο σπουδαιότερο ίσως έργο του από κοινωνιολογικής απόψεως. «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού» πραγματεύεται το θέμα της εδραίωσης του καπιταλισμού στην Δύση και την σύνδεση του με την ηθική του Λούθηρου, του Καλβίνου και των προτεσταντικών ομάδων. Η επιρροή της πουριτανικής ηθικής στην οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα των πιστών, φαίνεται να συνέβαλλε στην επικράτηση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Ο Βέμπερ διέκρινε εξαρχής την καθοριστική επίδραση της θρησκείας στην οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων. Αυτή η επίδραση αποτελεί το κύριο μέλημα του κατά την έρευνα του για τις θρησκείες. Κυρίως θα τον προβλήματίσει η οικονομική εξέλιξη της κάθε κοινωνίας ( όπως στην περίπτωση του καπιταλισμού στην Δύση ) και κατά πόσο αυτή επηρεάζεται απο το ιδεολογικό, θρησκευτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο.

Ο Άνθρωπος λοιπόν δημιουργεί τις θρησκείες και διαμορφώνει ο ίδιος τις σχετικές αντιλήψεις του ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες ευρίσκεται κάθε φορά και τις απαιτήσεις που αυτές του υπαγορεύουν. Με τις προόδους της επιστημονικής μεθοδολογίας, η προσέγγιση της θρησκείας από την επιστήμη αλλάζει από το 1920 περίπου.

Οι ανθρωπολόγοι Edward Evans-Pritchard και Bronislaw Malinowski απομακρύνθηκαν από την θέση πως η άγνοια δίνει γένεση στην θρησκεία, ενώ ακόμη πιο πρόσφατα (2012) η Cristine Legare (2012) βρήκε πως οι ανθρώποι σε διάφορες κουλτουρες εξηγούν διάφορα φαινόμενα χρησιμοποιόντας ταυτόχρονα υπερφυσικες και φυσικές εξηγήσεις. Μια πιο συγχρονη επιστημονική θεωρία για την μελέτη της θρησκείας, είναι η γνωσιακη επιστήμη της θρησκείας (cognitive science of religion). Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, η θρησκεία δεν είναι απλά πολιτιστικό παράγωγο αλλά η συνέπεια της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. (e.g., Barrett 2004, Boyer 2002). Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν πως αυτή η διαφοροποίηση δεν σχετίζεται ειδικά με την θρησκεία, αλλά με την ικανότητα των ανθρώπων για διάκριση μεταξυ του σώματος και του μυαλού: άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως το μυαλό συνεχίζει να ζεί μετά τον θάνατο του σώματος.

Μια άλλη υπόθεση, θεωρεί την θρησκεία ως βιολογική ή πολιτιστική ανάγκη για τους ανθρώπους να λύσουν προβλήματα συνεργασίας. Ετσι με την θρησκεία, οι ανθρώπινες κοινότητες κατάφεραν να συνεργαστούν, να αυξηθούν σε μέγεθος, να γίνουν αποτελεσματικότεροι και ικανότεροι για επιβίωση στην νεολιθική εποχή.